παράπλειος

παράπλειος
-εία, -ον, Α
ο σχεδόν γεμάτος («ὅταν παραπλεῑαι ὦσι τράπεζαι σίτου καὶ κρειῶν», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + πλεῖος, επικ. τ. τού πλέος (< πίμπλημι, βλ. λ. πλέως)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”